κυανό-

κυανό-
первая часть сложных слов, означ. синий, синеватый, голубой:
κυανόλευκος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κυανό-" в других словарях:

  • κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… …   Dictionary of Greek

  • κυάνωση — Υποκύανη (γαλαζωπή) ή μελανή χροιά του δέρματος και των βλεννογόνων. Οφείλεται σε ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και, συγκεκριμένα, όταν στο αίμα που κυκλοφορεί η απόλυτη τιμή της αναχθείσας αιμοσφαιρίνης δεν ξεπερνά τα 5 γρ. ανά 100 κ. εκ. αίματος …   Dictionary of Greek

  • λαζουρίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό ορυκτό τού νατρίου και τού ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό χρώμα που αποτελεί συστατικό τού ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων και ως βάση… …   Dictionary of Greek

  • λαζούρι — το (Μ λαζούριον και λαζούριν) 1. ημιπολύτιμος λίθος με κυανό χρώμα, ο λαζουρίτης 2. συνεκδ. το κυανό χρώμα νεοελλ. νήμα χρωματισμένο με ανεξίτηλο κυανό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαζούριον < αραβ. (al ) lāzaward < περσ. lājward, lāzhward = lapis… …   Dictionary of Greek

  • πρωσικός — ή, ό, Ν [Πρώσος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πρώσους ή στην Πρωσία («πρωσικός στρατός») 2. αυτός που προέρχεται από την Πρωσία («πρωσική γλώσσα» [γλωσσ.] δυτική βαλτική γλώσσα που εξέλιπε από τον 17ο αιώνα) 3. φρ. α) «πρωσικό κυανό»… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • ιανογλέφαρος — ἱανογλέφαρος, ον (Α) αυτός που έχει μάτια με βιολετί χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιο γλέφαρος, με παρέκταση κατά τα σύνθ. με α συνθετικό κυανο (πρβλ. κυανο βλέφαρος)] …   Dictionary of Greek

  • μεθυλένιο — Η δισθενής ρίζα =CH2, η οποία προκύπτει από το μεθάνιο με αφαίρεση δύο ατόμων υδρογόνου. Η ρίζα αυτή, παλαιότερα γνωστή με την ονομασία οξείδιο του μ., δεν βρίσκεται ελεύθερη, αλλά συναντάται σε πολλές οργανικές ενώσεις, και ιδιαίτερα σε παράγωγά …   Dictionary of Greek

  • σιδηρικυανιούχος — α, ο, Ν 1. χημ. χαρακτηρισμός τών σύμπλοκων αλάτων ή τών εστέρων τού σιδηρικυανικού οξέος που περιέχουν στην σύνθεσή τους το τρισθενές σύμπλοκο ανιόν τού σιδηρικυανίου (α. «σιδηρικυανιούχα άλατα» τα τέλεια σύμπλοκα άλατα τού σιδηρικυανικού οξέος) …   Dictionary of Greek

  • τριφαινυλοροδανιλίνη — η, Ν χημ. κυανή χρωστική ύλη που παράγεται κατά την επίδραση τής ανιλίνης στη ροζανιλίνη, αλλ. κυανό τής ανιλίνης ή κυανό τής Λυών …   Dictionary of Greek

  • δοκιμαστικός χάρτης — Λωρίδες από πορώδη χάρτη που έχουν βυθιστεί σε φυτικές χρωστικές ύλες και χρησιμοποιούνται ως δείκτες για την ανίχνευση της οξύτητας ή της αλκαλικότητας μιας χημικής ουσίας. Οι πιο συνηθισμένοι δ.χ. είναι ο ηλιοτροπικός, που έχει βυθιστεί σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»